- ἀμβλύνονται
- ἀμβλύ̱νονται , ἀμβλύνωbluntpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… … Dictionary of Greek
μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… … Dictionary of Greek
Λίβιος, Τίτος — (Titus Livius, Πάντοβα 59 π.Χ. – Ρώμη 17 μ.Χ.). Ρωμαίος ιστορικός. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και έλαβε καλή ρητορική μόρφωση. Αφού έγραψε μερικούς διαλόγους, μετά το 27 π.Χ. άρχισε να γράφει στη Ρώμη το μεγάλο ιστορικό του έργο Από… … Dictionary of Greek